- πετρώδης
- -ες, ΝΜΑ[πέτρα](για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.)αρχ.1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πετραῑον, τὰ πετραῑαβραχώδης τόπος3. φρ. α) «πετρώδης κατῶρυξ» — τάφος σκαμμένος, μέσα σε βράχοβ) «πετρώδης δεσμός» — πέτρινο δεσμωτήριο, πέτρινη φυλακή.
Dictionary of Greek. 2013.